Κι όμως είναι δυνατόν...
2. Επειδή, η υπό κρίση αίτηση ασκείται παραδεκτώς, ανεξαρτήτως ποσού κατ’ άρθρ. 53 παρ. 4 του π.δ. 18/1989 (Α’ 8), εφόσον στρέφεται κατ’ αποφάσεως που εκδόθηκε κατ’ έφεση επί προσφυγή ουσίας και αφορά περιοδική παροχή.
3. Επειδή, στο άρθρο 7 παρ. 2 της 88555/30.9.1988 κοινής αποφάσεως των Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης, Εσωτερικών Οικονομικών και Εργασίας (Β’ 721/1988), η οποία κυρώθηκε με το άρθρο 39 του Ν. 1836/1989 (Α’ 79/1989), ορίζεται ότι: «2. Σ’ όλως εξαιρετικές περιπτώσεις που λόγω του αυξημένου βαθμού ανθυγιεινότητας ή επικινδυνότητας του αντικειμένου ή των συνθηκών εργασίας διαπιστώνεται απροθυμία προσέλευσης ή και παραμονής προσωπικού, δύναται να χορηγείται ως κίνητρο προσέλκυσης ή και παραμονής ειδική οικονομική παροχή το ύψος της οποίας καθορίζεται κατά περίπτωση με απόφαση των Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης, Οικονομικών και Εργασίας προκειμένου δε περί του προσωπικού των Ο.Τ.Α. και του Υπουργού Εσωτερικών». Κατ’ επίκληση της εξουσιοδοτικής αυτής διατάξεως και της ανάγκης «θέσπισης κινήτρου για προσέλκυση και παραμονή προσωπικού ορισμένων ειδικοτήτων στα Κέντρα Πληροφορικής του Δημοσίου και των ΝΠΔΔ λόγω της απαιτούμενης εξειδίκευσης στο αντικείμενο απασχόλησής του και των συνθηκών εργασίας», εκδόθηκε η 2048842/6017/002/6.5.1989 κοινή απόφαση των Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης, Οικονομικών και Εργασίας (Β’ 455/1989), στην οποία ορίζονται τα εξής: «Στο προσωπικό των παρακάτω αναφερομένων ειδικοτήτων των Υπηρεσιών - Διευθύνσεων - Τμημάτων και Κέντρων Πληροφορικής του Δημοσίου και των Ν.Π.Δ.Δ. χορηγείται ειδικό επίδομα, ως κίνητρο προσέλκυσης και παραμονής, σε ποσοστό επί του βασικού του Μ.Κ. 28 του Ν. 1505/1984 ως ακολούθως: 1. Αναλυτές Προγραμματιστές και Ηλεκτρονικοί Μηχανικοί και εμπειρογνώμονες πληροφορικής, 40% 2. Χειριστές - Χειρίστριες (Η/Υ, Κοπτικών Μηχανημάτων και Εισαγ. Στοιχείων) 33% 3. Κωδικογράφοι 20%».
4. Επειδή, κατά την έννοια της ως άνω εξουσιοδοτικής διατάξεως του άρθρου 7 παρ. 2 της 88555/30.9.1988 κοινής αποφάσεως των Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης & Εσωτερικών, Οικονομικών και Εργασίας, που έχει κυρωθεί, όπως αναφέρθηκε ήδη, με το άρθρο 39 του Ν. 1836/1989, το ως άνω ειδικό επίδομα χορηγείται μόνο σε πολιτικούς υπαλλήλους των Διευθύνσεων Τμημάτων και Κέντρων Πληροφορικής του Δημοσίου και των Ν.Π.Δ.Δ. που έχουν τις αναφερόμενες στην απόφαση αυτή ειδικότητες ή τους έχουν ανατεθεί καθήκοντα σχετικά με το αντικείμενο των ειδικοτήτων αυτών κατ’ αποκλειστική ή τουλάχιστον κύρια απασχόληση και εφόσον στη δεύτερη αυτή περίπτωση, στις υπηρεσίες που υπηρετούν δεν έχουν προβλεφθεί σχετικές οργανικές θέσεις (βλ. ΣτΕ 2130/1991). Δεν χορηγείται δε το εν λόγω επίδομα σε μη πολιτικούς υπαλλήλους, όπως κατ’ εξοχήν είναι οι στρατιωτικοί των Ενόπλων Δυνάμεων, σώμα με στρατιωτική οργάνωση που λειτουργεί με τους δικούς του οργανικούς νόμους και για το οποίο δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις που αφορούν τους δημοσίους πολιτικούς υπαλλήλους, οι δε αποδοχές τους καθορίζονται από ειδικό μισθολόγιο. Τούτο δε ότι δηλαδή η παρατεθείσα εξουσιοδοτική διάταξη αφορά το πολιτικό προσωπικό των υπηρεσιών του Δημοσίου, όχι δε και το στρατιωτικό συνάγεται, επιπροσθέτως, και από το γεγονός ότι η εξουσιοδότηση για την έκδοση κανονιστικής υπουργικής αποφάσεως για τη χορήγηση του επιδόματος παρέχεται στους Υπουργούς Προεδρίας της Κυβερνήσεως, Οικονομικών και Εργασίας, όχι δε και στον Υπουργό Εθνικής Αμυνας που θα ήταν αρμόδιος να διαπιστώσει τυχόν δυσκολίες προσέλκυσης και παραμονής στις ένοπλες δυνάμεις στρατιωτικού προσωπικού για την στελέχωση των Κέντρων Πληροφορικής. Η πρόβλεψη, δε αυτή, της χορηγήσεως του επιδίκου επιδόματος μόνο σε πολιτικούς υπαλλήλους του Δημοσίου και των Ν.Π.Δ.Δ. και όχι συγχρόνως σε στρατιωτικούς, δεν αντίκειται στη συνταγματική αρχή της ισότητας, εφόσον οι στρατιωτικοί υπάλληλοι δεν τελούν υπό τις αυτές συνθήκες με τους πολιτικούς υπαλλήλους (τρόπος εισόδου και εξελίξεως ετών στην υπηρεσία, φύση καθηκόντων κλπ. πρβλ. ΣτΕ 3683/1996).
5. Επειδή, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση και τα λοιπά δικόγραφα, οι αναιρεσίβλητοι, οι οποίοι ανήκουν στο στρατιωτικό προσωπικό των Ενόπλων Δυνάμεων και έχουν την ειδικότητα του προγραμματιστή - αναλυτή Η/Υ, απασχολήθηκαν αποκλειστικώς και με πλήρες ωράριο με τα καθήκοντα της ως άνω ειδικότητάς τους, κατά χρονικά διαστήματα μεταξύ 1/1/1992 έως 9/6/1995, σε θέσεις που προβλέπονται από τον Πίνακα Οργανώσεως και Υλικού της Μονάδας. Οπως προκύπτει από τις από 9/6/1995 βεβαιώσεις του Διευθυντή του Οικονομικού και Λογιστικού Κέντρου Στρατού, η ίδια Υπηρεσία, με τις αριθμ. Φ.841.2/31/639097/Σ.1770/5.4.1995 & Φ.841.2/32/639885/Σ. 1771/5.4.1995 πράξεις της αρνήθηκε να καταβάλει στους αναιρεσίβλητους το εν λόγω επίδομα, καίτοι αυτοί απασχολήθηκαν κατά πλήρες ωράριο με την ειδικότητα του προγραμματιστή - αναλυτή, με την αιτιολογία ότι οι ειδικότητες που προβλέπονται από την προπαρατεθείσα 2048842/6017/0022/6.5.1989 ΚΥΑ και στις οποίες χορηγείται το επίδομα αυτό, δεν υφίστανται στο Στρατιωτικό Προσωπικό. Πρωτοδίκως, η προσφυγή έγινε εν μέρει δεκτή ως προς του τρεις πρώτους αναιρεσίβλητους και απορρίφθηκε λόγω παραγραφής της επιδίκου αξιώσεως ως προς τον τέταρτο εξ αυτών, με την αιτιολογία ότι η μη χορήγηση του επιδίκου επιδόματος και στο στρατιωτικό προσωπικό των Ενόπλων Δυνάμεων συνιστά άνιση μεταχείριση αυτού έναντι των υπαλλήλων του Δημοσίου και των Ν.Π.Δ.Δ, στους οποίους χορηγείται με τις προαναφερθείσες διατάξεις. Κατά της πρωτοδίκου αποφάσεως ασκήθηκαν αντίθετες εφέσεις, οι οποίες συνεκδικάστηκαν και απορρίφθηκαν με την προσβαλλόμενη απόφαση, ειδικά δε η έφεση του Δημοσίου απορρίφθηκε με την ίδια ως άνω αιτιολογία.
6. Επειδή, προβάλλεται με την υπό κρίση αίτηση ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων κρίθηκε με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση ότι η εν λόγω παροχή που χορηγήθηκε στους πολιτικούς μόνο υπαλλήλους μπορεί να επεκταθεί και στους στρατιωτικούς, οι αποδοχές των οποίων καθορίζονται από ειδικό μισθολόγιο (ν. 1643/1986) και στους οποίους κατά το άρθρ. 2 του π.δ. 611/1977 δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις που αφορούν τους δημόσιους πολιτικούς υπαλλήλους, και ότι η χορήγηση του επιδόματος αυτού μόνο στους πολιτικούς υπαλλήλους και όχι συγχρόνως σε στρατιωτικούς δεν αντίκειται στην συνταγματική αρχή της ισότητας, διότι οι στρατιωτικοί δεν τελούν υπό τις αυτές συνθήκες, με τους πολιτικούς υπαλλήλους. Οι λόγοι αυτοί, σύμφωνα με όσα έχουν γίνει ανωτέρω δεκτά, είναι βάσιμοι και, ως εκ τούτου, πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίση αίτηση και να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση κατά το μέρος που με αυτήν απορρίφθηκε η έφεση του Δημοσίου. Ενόψει δε του ότι η υπόθεση δεν χρειάζεται διευκρίνιση κατά το πραγματικό, πρέπει να διακρατηθεί αυτή και να δικασθεί η έφεση του αναιρεσείοντος Δημοσίου, η οποία πρέπει να γίνει δεκτή για τους ίδιους λόγους, να μεταρρυθμισθεί δε η 12468/1997 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών καθ’ ό μέρος αφορά τους αναιρεσίβλητους και αφού εκδικασθεί η προσφυγή ως προς αυτούς, να απορριφθεί ως αβάσιμη.
7. Επειδή, το Δικαστήριο, εκτιμώντας τις περιστάσεις, κρίνει ότι οι αναιρεσίβλητοι πρέπει να απαλλαγούν από τη δικαστική δαπάνη του Δημοσίου για την κατ’ έφεση και την πρωτοβάθμια δίκη (άρθρ. 275 παρ. 1 εδαφ. τελευταίο του Κ.Δ.Δ. ν. 2717/1999, Α’ 97).
Δ ι ά τ α ύ τ α
Δέχεται την αίτηση.
Αναιρεί εν μέρει την 5123/2001 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Επιβάλλει στους αναιρεσίβλητους τη δικαστική δαπάνη του αναιρεσείοντος Δημοσίου για την κατ’ αναίρεση δίκη, που ανέρχεται στο ποσό των εννιακοσίων είκοσι (920) ευρώ.
Διακρατεί την υπόθεση και την δικάζει κατ’ ουσία.
Δέχεται την έφεση του Δημοσίου.
Μεταρρυθμίζει την 12468/1997 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών καθ’ ό μέρος αφορά τους αναιρεσίβλητους.
Απορρίπτει την προσφυγή ως προς αυτούς.
Απαλλάσσει τους αναιρεσίβλητους από την δικαστική δαπάνη του αναιρεσείοντος για την κατ’ έφεση και την πρωτοβάθμια δίκη κατά τα αναφερόμενα στο αιτιολογικό.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 26 Μαρτίου 2010
Ο Προεδρεύων Σύμβουλος Ο Γραμματέας
Θ. Παπαευαγγέλου Ι. Μητροτάσιος
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 25ης Φεβρουαρίου 2013.
ΣτΕ 791/2013 - Δημόσιοι υπάλληλοι και χορήγηση επιδόματος Η/Υ. Η
χορήγηση του επιδόματος μόνο σε πολιτικούς υπαλλήλους του Δημοσίου και
των Ν.Π.Δ.Δ. και όχι και σε στρατιωτικούς, δεν αντίκειται στη
συνταγματική αρχή της ισότητας
ΣτΕ 791/2013 - ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ - ΤΜΗΜΑ Στ΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 15 Μαρτίου 2010, με την εξής σύνθεση: Θ. Παπαευαγγέλου, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος, που είχε κώλυμα, Σπ. Παραμυθιώτης, Μ. Παπαδοπούλου, Σύμβουλοι, Αντ. Χλαμπέα, Δ. Τομαράς, Πάρεδροι. Γραμματέας ο Ι. Μητροτάσιος. Για να δικάσει την από 3 Σεπτεμβρίου 2002 αίτηση: των : 1) Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών και 2) Υπουργού Εθνικής Άμυνας, οι οποίοι παρέστησαν με τον Δ. Κολοβό, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. κατά των : .................................οι οποίοι παρέστησαν με το δικηγόρο ..................................που τον διόρισαν με πληρεξούσιο. Με την αίτηση αυτή οι αναιρεσείοντες Υπουργοί επιδιώκουν να αναιρεθεί η υπ’ αριθ. 5123/2001 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών. Οι πληρεξούσιοι των διαδίκων δήλωσαν, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 21 του Κανονισμού Λειτουργίας του Δικαστηρίου, ότι δεν θα αγορεύσουν. Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Παρέδρου Αντ. Χλαμπέα. Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου
κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο
1. Επειδή,
με την υπό κρίση αίτηση, για την άσκηση της οποίας δεν
απαιτείται η καταβολή παραβόλου, ζητείται η αναίρεση της 5123/2001
αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, καθ’ ό μέρος με αυτήν
απορρίφθηκε έφεση του Ελληνικού Δημοσίου κατά της 12468/1997 αποφάσεως
του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την πρωτόδικη απόφαση είχε γίνει
εν μέρει δεκτή προσφυγή των αναιρεσιβλήτων, στρατιωτικών, κατά της
αρνήσεως της Γ.Ε.Σ. να τους καταβάλει επίδομα Η/Υ καθ’ ό χρόνο
απασχολήθηκαν με την ειδικότητα του προγραμματιστή- αναλυτή Η/Υ.Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 15 Μαρτίου 2010, με την εξής σύνθεση: Θ. Παπαευαγγέλου, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος, που είχε κώλυμα, Σπ. Παραμυθιώτης, Μ. Παπαδοπούλου, Σύμβουλοι, Αντ. Χλαμπέα, Δ. Τομαράς, Πάρεδροι. Γραμματέας ο Ι. Μητροτάσιος. Για να δικάσει την από 3 Σεπτεμβρίου 2002 αίτηση: των : 1) Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών και 2) Υπουργού Εθνικής Άμυνας, οι οποίοι παρέστησαν με τον Δ. Κολοβό, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. κατά των : .................................οι οποίοι παρέστησαν με το δικηγόρο ..................................που τον διόρισαν με πληρεξούσιο. Με την αίτηση αυτή οι αναιρεσείοντες Υπουργοί επιδιώκουν να αναιρεθεί η υπ’ αριθ. 5123/2001 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών. Οι πληρεξούσιοι των διαδίκων δήλωσαν, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 21 του Κανονισμού Λειτουργίας του Δικαστηρίου, ότι δεν θα αγορεύσουν. Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Παρέδρου Αντ. Χλαμπέα. Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου
κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο
1. Επειδή,
2. Επειδή, η υπό κρίση αίτηση ασκείται παραδεκτώς, ανεξαρτήτως ποσού κατ’ άρθρ. 53 παρ. 4 του π.δ. 18/1989 (Α’ 8), εφόσον στρέφεται κατ’ αποφάσεως που εκδόθηκε κατ’ έφεση επί προσφυγή ουσίας και αφορά περιοδική παροχή.
3. Επειδή, στο άρθρο 7 παρ. 2 της 88555/30.9.1988 κοινής αποφάσεως των Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης, Εσωτερικών Οικονομικών και Εργασίας (Β’ 721/1988), η οποία κυρώθηκε με το άρθρο 39 του Ν. 1836/1989 (Α’ 79/1989), ορίζεται ότι: «2. Σ’ όλως εξαιρετικές περιπτώσεις που λόγω του αυξημένου βαθμού ανθυγιεινότητας ή επικινδυνότητας του αντικειμένου ή των συνθηκών εργασίας διαπιστώνεται απροθυμία προσέλευσης ή και παραμονής προσωπικού, δύναται να χορηγείται ως κίνητρο προσέλκυσης ή και παραμονής ειδική οικονομική παροχή το ύψος της οποίας καθορίζεται κατά περίπτωση με απόφαση των Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης, Οικονομικών και Εργασίας προκειμένου δε περί του προσωπικού των Ο.Τ.Α. και του Υπουργού Εσωτερικών». Κατ’ επίκληση της εξουσιοδοτικής αυτής διατάξεως και της ανάγκης «θέσπισης κινήτρου για προσέλκυση και παραμονή προσωπικού ορισμένων ειδικοτήτων στα Κέντρα Πληροφορικής του Δημοσίου και των ΝΠΔΔ λόγω της απαιτούμενης εξειδίκευσης στο αντικείμενο απασχόλησής του και των συνθηκών εργασίας», εκδόθηκε η 2048842/6017/002/6.5.1989 κοινή απόφαση των Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης, Οικονομικών και Εργασίας (Β’ 455/1989), στην οποία ορίζονται τα εξής: «Στο προσωπικό των παρακάτω αναφερομένων ειδικοτήτων των Υπηρεσιών - Διευθύνσεων - Τμημάτων και Κέντρων Πληροφορικής του Δημοσίου και των Ν.Π.Δ.Δ. χορηγείται ειδικό επίδομα, ως κίνητρο προσέλκυσης και παραμονής, σε ποσοστό επί του βασικού του Μ.Κ. 28 του Ν. 1505/1984 ως ακολούθως: 1. Αναλυτές Προγραμματιστές και Ηλεκτρονικοί Μηχανικοί και εμπειρογνώμονες πληροφορικής, 40% 2. Χειριστές - Χειρίστριες (Η/Υ, Κοπτικών Μηχανημάτων και Εισαγ. Στοιχείων) 33% 3. Κωδικογράφοι 20%».
4. Επειδή, κατά την έννοια της ως άνω εξουσιοδοτικής διατάξεως του άρθρου 7 παρ. 2 της 88555/30.9.1988 κοινής αποφάσεως των Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης & Εσωτερικών, Οικονομικών και Εργασίας, που έχει κυρωθεί, όπως αναφέρθηκε ήδη, με το άρθρο 39 του Ν. 1836/1989, το ως άνω ειδικό επίδομα χορηγείται μόνο σε πολιτικούς υπαλλήλους των Διευθύνσεων Τμημάτων και Κέντρων Πληροφορικής του Δημοσίου και των Ν.Π.Δ.Δ. που έχουν τις αναφερόμενες στην απόφαση αυτή ειδικότητες ή τους έχουν ανατεθεί καθήκοντα σχετικά με το αντικείμενο των ειδικοτήτων αυτών κατ’ αποκλειστική ή τουλάχιστον κύρια απασχόληση και εφόσον στη δεύτερη αυτή περίπτωση, στις υπηρεσίες που υπηρετούν δεν έχουν προβλεφθεί σχετικές οργανικές θέσεις (βλ. ΣτΕ 2130/1991). Δεν χορηγείται δε το εν λόγω επίδομα σε μη πολιτικούς υπαλλήλους, όπως κατ’ εξοχήν είναι οι στρατιωτικοί των Ενόπλων Δυνάμεων, σώμα με στρατιωτική οργάνωση που λειτουργεί με τους δικούς του οργανικούς νόμους και για το οποίο δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις που αφορούν τους δημοσίους πολιτικούς υπαλλήλους, οι δε αποδοχές τους καθορίζονται από ειδικό μισθολόγιο. Τούτο δε ότι δηλαδή η παρατεθείσα εξουσιοδοτική διάταξη αφορά το πολιτικό προσωπικό των υπηρεσιών του Δημοσίου, όχι δε και το στρατιωτικό συνάγεται, επιπροσθέτως, και από το γεγονός ότι η εξουσιοδότηση για την έκδοση κανονιστικής υπουργικής αποφάσεως για τη χορήγηση του επιδόματος παρέχεται στους Υπουργούς Προεδρίας της Κυβερνήσεως, Οικονομικών και Εργασίας, όχι δε και στον Υπουργό Εθνικής Αμυνας που θα ήταν αρμόδιος να διαπιστώσει τυχόν δυσκολίες προσέλκυσης και παραμονής στις ένοπλες δυνάμεις στρατιωτικού προσωπικού για την στελέχωση των Κέντρων Πληροφορικής. Η πρόβλεψη, δε αυτή, της χορηγήσεως του επιδίκου επιδόματος μόνο σε πολιτικούς υπαλλήλους του Δημοσίου και των Ν.Π.Δ.Δ. και όχι συγχρόνως σε στρατιωτικούς, δεν αντίκειται στη συνταγματική αρχή της ισότητας, εφόσον οι στρατιωτικοί υπάλληλοι δεν τελούν υπό τις αυτές συνθήκες με τους πολιτικούς υπαλλήλους (τρόπος εισόδου και εξελίξεως ετών στην υπηρεσία, φύση καθηκόντων κλπ. πρβλ. ΣτΕ 3683/1996).
5. Επειδή, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση και τα λοιπά δικόγραφα, οι αναιρεσίβλητοι, οι οποίοι ανήκουν στο στρατιωτικό προσωπικό των Ενόπλων Δυνάμεων και έχουν την ειδικότητα του προγραμματιστή - αναλυτή Η/Υ, απασχολήθηκαν αποκλειστικώς και με πλήρες ωράριο με τα καθήκοντα της ως άνω ειδικότητάς τους, κατά χρονικά διαστήματα μεταξύ 1/1/1992 έως 9/6/1995, σε θέσεις που προβλέπονται από τον Πίνακα Οργανώσεως και Υλικού της Μονάδας. Οπως προκύπτει από τις από 9/6/1995 βεβαιώσεις του Διευθυντή του Οικονομικού και Λογιστικού Κέντρου Στρατού, η ίδια Υπηρεσία, με τις αριθμ. Φ.841.2/31/639097/Σ.1770/5.4.1995 & Φ.841.2/32/639885/Σ. 1771/5.4.1995 πράξεις της αρνήθηκε να καταβάλει στους αναιρεσίβλητους το εν λόγω επίδομα, καίτοι αυτοί απασχολήθηκαν κατά πλήρες ωράριο με την ειδικότητα του προγραμματιστή - αναλυτή, με την αιτιολογία ότι οι ειδικότητες που προβλέπονται από την προπαρατεθείσα 2048842/6017/0022/6.5.1989 ΚΥΑ και στις οποίες χορηγείται το επίδομα αυτό, δεν υφίστανται στο Στρατιωτικό Προσωπικό. Πρωτοδίκως, η προσφυγή έγινε εν μέρει δεκτή ως προς του τρεις πρώτους αναιρεσίβλητους και απορρίφθηκε λόγω παραγραφής της επιδίκου αξιώσεως ως προς τον τέταρτο εξ αυτών, με την αιτιολογία ότι η μη χορήγηση του επιδίκου επιδόματος και στο στρατιωτικό προσωπικό των Ενόπλων Δυνάμεων συνιστά άνιση μεταχείριση αυτού έναντι των υπαλλήλων του Δημοσίου και των Ν.Π.Δ.Δ, στους οποίους χορηγείται με τις προαναφερθείσες διατάξεις. Κατά της πρωτοδίκου αποφάσεως ασκήθηκαν αντίθετες εφέσεις, οι οποίες συνεκδικάστηκαν και απορρίφθηκαν με την προσβαλλόμενη απόφαση, ειδικά δε η έφεση του Δημοσίου απορρίφθηκε με την ίδια ως άνω αιτιολογία.
6. Επειδή, προβάλλεται με την υπό κρίση αίτηση ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων κρίθηκε με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση ότι η εν λόγω παροχή που χορηγήθηκε στους πολιτικούς μόνο υπαλλήλους μπορεί να επεκταθεί και στους στρατιωτικούς, οι αποδοχές των οποίων καθορίζονται από ειδικό μισθολόγιο (ν. 1643/1986) και στους οποίους κατά το άρθρ. 2 του π.δ. 611/1977 δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις που αφορούν τους δημόσιους πολιτικούς υπαλλήλους, και ότι η χορήγηση του επιδόματος αυτού μόνο στους πολιτικούς υπαλλήλους και όχι συγχρόνως σε στρατιωτικούς δεν αντίκειται στην συνταγματική αρχή της ισότητας, διότι οι στρατιωτικοί δεν τελούν υπό τις αυτές συνθήκες, με τους πολιτικούς υπαλλήλους. Οι λόγοι αυτοί, σύμφωνα με όσα έχουν γίνει ανωτέρω δεκτά, είναι βάσιμοι και, ως εκ τούτου, πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίση αίτηση και να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση κατά το μέρος που με αυτήν απορρίφθηκε η έφεση του Δημοσίου. Ενόψει δε του ότι η υπόθεση δεν χρειάζεται διευκρίνιση κατά το πραγματικό, πρέπει να διακρατηθεί αυτή και να δικασθεί η έφεση του αναιρεσείοντος Δημοσίου, η οποία πρέπει να γίνει δεκτή για τους ίδιους λόγους, να μεταρρυθμισθεί δε η 12468/1997 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών καθ’ ό μέρος αφορά τους αναιρεσίβλητους και αφού εκδικασθεί η προσφυγή ως προς αυτούς, να απορριφθεί ως αβάσιμη.
7. Επειδή, το Δικαστήριο, εκτιμώντας τις περιστάσεις, κρίνει ότι οι αναιρεσίβλητοι πρέπει να απαλλαγούν από τη δικαστική δαπάνη του Δημοσίου για την κατ’ έφεση και την πρωτοβάθμια δίκη (άρθρ. 275 παρ. 1 εδαφ. τελευταίο του Κ.Δ.Δ. ν. 2717/1999, Α’ 97).
Δ ι ά τ α ύ τ α
Δέχεται την αίτηση.
Αναιρεί εν μέρει την 5123/2001 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Επιβάλλει στους αναιρεσίβλητους τη δικαστική δαπάνη του αναιρεσείοντος Δημοσίου για την κατ’ αναίρεση δίκη, που ανέρχεται στο ποσό των εννιακοσίων είκοσι (920) ευρώ.
Διακρατεί την υπόθεση και την δικάζει κατ’ ουσία.
Δέχεται την έφεση του Δημοσίου.
Μεταρρυθμίζει την 12468/1997 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών καθ’ ό μέρος αφορά τους αναιρεσίβλητους.
Απορρίπτει την προσφυγή ως προς αυτούς.
Απαλλάσσει τους αναιρεσίβλητους από την δικαστική δαπάνη του αναιρεσείοντος για την κατ’ έφεση και την πρωτοβάθμια δίκη κατά τα αναφερόμενα στο αιτιολογικό.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 26 Μαρτίου 2010
Ο Προεδρεύων Σύμβουλος Ο Γραμματέας
Θ. Παπαευαγγέλου Ι. Μητροτάσιος
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 25ης Φεβρουαρίου 2013.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου