Το δικό μου χωριό λέγεται Κορυφή και
είναι κοντά στο Τσοτύλι, που και τα δυο
υπάγονται στον Δήμο Σιατίστης (Αρχαία Ελίμεια).
Η περιοχή του Βοΐου ως
προορισμός εναλλακτικών μορφών τουρισμού.
Η Κορυφή (πρώην Μπόρσια) είναι χωριό της
Επαρχίας Βοΐου του Νομού Κοζάνης. Η
Επαρχία Βοΐου καλύπτει το νοτιοδυτικό
τμήμα του Νομού και πήρε το όνομα της
από το ομώνυμο βουνό, που εκτείνεται
κατά μήκος των συνόρων της με τον Νόμο
Καστοριάς. Στις ανατολικές υπώρειες
αυτού του βουνού ήταν κτισμένη η αρχαία
πόλη Βοιός, που οι κάτοικοι της, καθώς
και όλοι όσοι κατοικούσαν την γύρω
περιοχή, ήταν καθαρόαιμοι Έλληνες της
Δωρικής φυλής, που διακρίνονταν για την
σωματική ρώμη, την καρτερία, την τόλμη
και την πολεμική τους τέχνη. Οι
σκληροτράχηλοι αυτοί ορεσίβιοι δέσποζαν
με την παρουσία τους σ ένα μεγάλο τμήμα
του ελλαδικού χώρου. Σ αυτούς έχουν τις
ρίζες τους οι περισσότεροι απ τους
σημερινούς κατοίκους της Επαρχίας κι
απ αυτούς πήρε το όνομα του και το βουνό
Βοΐο.
Μέχρι το 1926 η περιοχή της Επαρχίας νοτίως του ποταμού Αλιάκμονα ονομαζόταν Ανασελίτσα, με κέντρο διοικητικό τη Νεάπολη και οικονομικό και πνευματικό το Τσοτύλι. Από ανασκαφές που έγιναν σε διάφορα μέρη του Βοΐου, αλλά και από αντικείμενα που ξέθαψε το υνί του γεωργού, καταμαρτυρείται η αλήθεια ότι εδώ από τα πανάρχαια χρόνια έζησαν άνθρωποι, που είχαν στις φλέβες τους αίμα Ελληνικό. Τέτοια αντικείμενα, αδιάσειστες μαρτυρίες, βρέθηκαν στις Λικνάδες και στη Λεύκη, στο Αξιόκαστρο, στο Μπουφάρι και στην Απιδέα, στο Σιανίστι και στη Βοδορίνα και ακόμη νοτιότερα στη Βουχωρίνα και στη θέση Τσαπουρνιά της Κορυφής. Τα ευρήματα αυτά είναι αντιπροσωπευτικά του βίου των Ελλήνων όλων των εποχών, από τη πιο παρωχημένη μέχρι και τους τελευταίους βυζαντινούς χρόνους. Αυτή η περιοχή ανήκε στην αρχαία Ελίμεια (χώρα του μυθικού Ελίμου), που περιλάμβανε, εκτός από το Βοΐο, τον νομό Γρεβενών και το μεγαλύτερο τμήμα της επαρχίας Κοζάνης. Η θέση του χωριού. Η Κορυφή απέχει 72 χιλιόμετρα από την Κοζάνη και 28 χιλιόμετρα από τα Γρεβενά. Στο 67ο χιλιόμετρο την εθνικής οδού Κοζάνης Ιωαννίνων υπάρχει διασταύρωση στα αριστερά, που οδηγεί προς το χωριό. Περνά μέσα από πλούσια βλάστηση, ανεβαίνει σε υψόμετρο πάνω από τα χίλια μέτρα και στο 5ο χιλιόμετρο βρίσκει το χωριό, απλωμένο στις μεσημβρινές πλάγιες του βουνού, αντικριστά στο χιονισμένο Σμόλικα και τη Βασιλίτσα και στις άλλες πευκόφυτες ή γκρίζες κορυφές της Πίνδου. Βαθιές χαράδρες και μυρόβλητα φαράγγια ξεκινούν απ τα ψηλά, για να απολήξουν στο ποτάμι της Πραμόριτσας, που σ ένα τόξο από τα νοτιοδυτικά ξεδιπλώνει τις μαιανδρώδεις πτυχές του. Το τμήμα που στεφανώνει το ποτάμι είναι απότομα επικλινές, ενώ βράχοι αυξάνουν τη γραφικότητα του τοπίου. Ανάμεσα σε αυτούς τους βράχους (μπιστιριές) προβάλουν αγέρωχοι και σκυθρωποί η Δρακομπλή ( οπλή, πάτημα του δράκου ), του Ζιώρα η μπιστιριά, η Τσουρτσούλα με την κωνική της κορυφή και πιο πέρα προς τη θέση Γκλάρος του Ντάλλα η μπιστιριά και το Μπιστιρούλι...
Μέχρι το 1926 η περιοχή της Επαρχίας νοτίως του ποταμού Αλιάκμονα ονομαζόταν Ανασελίτσα, με κέντρο διοικητικό τη Νεάπολη και οικονομικό και πνευματικό το Τσοτύλι. Από ανασκαφές που έγιναν σε διάφορα μέρη του Βοΐου, αλλά και από αντικείμενα που ξέθαψε το υνί του γεωργού, καταμαρτυρείται η αλήθεια ότι εδώ από τα πανάρχαια χρόνια έζησαν άνθρωποι, που είχαν στις φλέβες τους αίμα Ελληνικό. Τέτοια αντικείμενα, αδιάσειστες μαρτυρίες, βρέθηκαν στις Λικνάδες και στη Λεύκη, στο Αξιόκαστρο, στο Μπουφάρι και στην Απιδέα, στο Σιανίστι και στη Βοδορίνα και ακόμη νοτιότερα στη Βουχωρίνα και στη θέση Τσαπουρνιά της Κορυφής. Τα ευρήματα αυτά είναι αντιπροσωπευτικά του βίου των Ελλήνων όλων των εποχών, από τη πιο παρωχημένη μέχρι και τους τελευταίους βυζαντινούς χρόνους. Αυτή η περιοχή ανήκε στην αρχαία Ελίμεια (χώρα του μυθικού Ελίμου), που περιλάμβανε, εκτός από το Βοΐο, τον νομό Γρεβενών και το μεγαλύτερο τμήμα της επαρχίας Κοζάνης. Η θέση του χωριού. Η Κορυφή απέχει 72 χιλιόμετρα από την Κοζάνη και 28 χιλιόμετρα από τα Γρεβενά. Στο 67ο χιλιόμετρο την εθνικής οδού Κοζάνης Ιωαννίνων υπάρχει διασταύρωση στα αριστερά, που οδηγεί προς το χωριό. Περνά μέσα από πλούσια βλάστηση, ανεβαίνει σε υψόμετρο πάνω από τα χίλια μέτρα και στο 5ο χιλιόμετρο βρίσκει το χωριό, απλωμένο στις μεσημβρινές πλάγιες του βουνού, αντικριστά στο χιονισμένο Σμόλικα και τη Βασιλίτσα και στις άλλες πευκόφυτες ή γκρίζες κορυφές της Πίνδου. Βαθιές χαράδρες και μυρόβλητα φαράγγια ξεκινούν απ τα ψηλά, για να απολήξουν στο ποτάμι της Πραμόριτσας, που σ ένα τόξο από τα νοτιοδυτικά ξεδιπλώνει τις μαιανδρώδεις πτυχές του. Το τμήμα που στεφανώνει το ποτάμι είναι απότομα επικλινές, ενώ βράχοι αυξάνουν τη γραφικότητα του τοπίου. Ανάμεσα σε αυτούς τους βράχους (μπιστιριές) προβάλουν αγέρωχοι και σκυθρωποί η Δρακομπλή ( οπλή, πάτημα του δράκου ), του Ζιώρα η μπιστιριά, η Τσουρτσούλα με την κωνική της κορυφή και πιο πέρα προς τη θέση Γκλάρος του Ντάλλα η μπιστιριά και το Μπιστιρούλι...
Μετά τον ξεσηκωμό του 1821 και την
απελευθέρωση της νότιας Ελλάδας, στην
περιοχή έδρασε ο οπλαρχηγός Καπετάν
Γεωργάκης Σαλταπίτας. Με λημέρι και
ορμητήριο την Κορυφή είχε γίνει ο φόβος
και ο τρόμος των Τούρκων και των Αρβανιτών.
Από το 1878 και μετά έδρασε ο οπλαρχηγός
Λεωνίδας Χατζημπύρος από τη Σαμαρίνα,
ο αετός της Πίνδου όπως τον αποκαλούσαν.
Στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο οι Κορυφιώτες,
σαν Έλληνες πολίτες πια, κατατάχθηκαν
στον εθνικό στρατό και κάτω από την
ελληνική Σημαία πολέμησαν στο Μακεδονικό
Μέτωπο. Λίγο αργότερα πήραν μέρος στην
Μικρασιατική Εκστρατεία.
Το 1940 στον αγώνα ενάντια στον Ιταλικό
φασισμό, η Κορυφή αντιπροσωπεύθηκε με
καθολική συμμετοχή των κατοίκων. Οι
ικανοί για τα όπλα πολέμησαν στην Πίνδο
και στη Βόρεια Ήπειρο. Από το άλλο μέρος
οι γυναίκες αψηφώντας τα χιόνια και τις
οβίδες, μετέφεραν στη ράχη τους απʼ τον
Αι-Γιώργη της Βουχωρίνας στην πρώτη
γραμμή του μετώπου πυρομαχικά και
τρόφιμα για τις ανάγκες των στρατιωτών
που πολεμούσαν. Η ιστορία αναγνώρισε
αυτή την προσφορά και έδωσε ξεχωριστή
θέση στις γυναίκες εκείνες, στις ηρωίδες
της Πίνδου. Από την Κορυφή πέρασαν το
Νοέμβριο του 1940 τα ελληνικά συντάγματα
για την περιοχή του Επταχωρίου όπου ο
Δαβάκης πολεμούσε τους επιδρομείς.Αργότερα
στη χώρα εισέβαλαν οι σιδηρόφρακτες
μεραρχίες του αγκυλωτού σταυρού και
μαζί τους εισέβαλαν και οι ντροπιασμένοι
της Πίνδου, Ιταλοί. Η εχθρική κατοχή
έριξε τη χώρα στο σκοτάδι. Η κατοχή έφερε
τη σκλαβιά και η σκλαβιά, εκτός από τα
άλλα, έφερε τις στερήσεις και την πείνα.
Οι Κορυφιώτες για να συντηρήσουν τις
οικογένειες τους, πήγαιναν, πεζοπορώντας
τρεις μέρες δρόμο, στην Παραμυθιά
Θεσπρωτίας και στους Φιλιάτες, για να
αγοράσουν και να εμπορευθούν λάδι.
Έδιναν χρυσαφικά και ιερά κειμήλια για
ένα δοχείο λάδι, που το έφερναν στα
καμποχώρια της. Εορδαίας, για να το
αλλάξουν με λίγες οκάδες σιτάρι. Είπαν
το ψωμί ψωμάκι. Όταν υπήρχε, το έτρωγαν
με το δελτίο. Κι όταν δεν υπήρχε, τη θέση
του έπαιρναν τα όσπρια, οι βολβοί και
τα αγριόχορτα.Τον Ιούλιο του 1944 οι
Γερμανοί επέδραμαν στο χωριό συνοδευόμενοι
από φανατισμένους Βούλγαρους και Νοφίτες
πλιατσικολόγους. Οι κάτοικοι γιʼ άλλη
μια φορά κατέφυγαν στα δάση και στις
σπηλιές της περιοχής. Και ναι μεν το
χωριό γλίτωσε από καθολικό πυρπολισμό,
χάρη στο θάρρος και στις ενέργειες του
ιερέα Δημητρίου Μέλλιου, αλλά οι κάτοικοι
έχασαν όλη την κινητή περιουσία τους,
ζώα και υπάρχοντα και θρήνησαν το χαμό
δύο συγχωριανών τους, του Κωνσταντίνου
Ζαραμπούκα και του Αλέξανδρου Μαρανή,
που εκτελέστηκαν στο διπλανό χωριό
Κυδωνιές. (Το χωριό Κυδωνίες έπαθε ότι
έπαθε το Δίστομο και αλλά 1700 χωριά και
90 πόλεις σε ολκοληρη την Ελλάδα 13 % του
πληθυσμού=ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑ )
Κατά τον εμφύλιο πόλεμο η Κορυφή ήταν
κέντρο προσφύγων της γύρω περιοχής.
Πρόσφυγες από την Χρυσαυγή, τη Μόρφη,
τη Βουχωρίνα, τις Κυδωνιές, το Λείψι,
τις Εκκλησιές, τον Άγιο Κοσμά, το
Κυπαρίσσι, την Καλλονή και το Τρίκορφο
ζήτησαν ασφάλεια στην Κορυφή και για
δύο χρόνια φιλοξενήθηκαν από τους
Κορυφιώτες.
Σας εύχομαι μια καλημέρα
Πληροφορία για τους αναγνώστες:
ΑπάντησηΔιαγραφήΠλέον λέγεται Δήμος Βοΐου (όχι Σιατίστης), και πήρε την ονομασία της επαρχίας-περιοχής πάλι με έδρα την Σιάτιστα, οπού είναι και η μεγαλύτερη (πληθυσμιακά) κωμόπολη.
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.
ΑπάντησηΔιαγραφή