"Αγκαλιά με τον Πλάτωνα" της Margherita KAKANY {Αληθινή ιστορία που διαδραματίστηκε στη Λάρισα}
Είχα καιρό να συναντήσω τη φίλη μου και συμπατριώτισσά μου, την Κλάρα.
Δεν μας αρέσουν οι θορυβώδεις καφετέριες και αποφασίσαμε να βρεθούμε
στην καινούργια Δημόσια Βιβλιοθήκη, που είναι πραγματικά υπέροχο κόσμημα
για την πόλη της Λάρισας. Καθώς λέγαμε τα νέα μας και ταυτόχρονα
ψάχναμε λογοτεχνικά βιβλία για να διαβάσουμε η Κλάρα ξαφνικά κάτι
θυμήθηκε - «Έλα μαζί μου στο τμήμα φιλοσοφίας, θέλω να σου δείξω κάτι» -
μου είπε και εγώ την ακολούθησα γεμάτη περιέργεια. Μετά από λίγο ψάξιμο
η Κλάρα κατέβασε από το ράφι ένα πολύ ταλαιπωρημένο βιβλίο που οι
σελίδες του έμοιαζαν με μαραμένα μαρουλόφυλλα. Με ευλάβεια φύλησε το
φαγωμένο εξώφυλλο του βιβλίου, λες και ήταν λείψανο κάποιων αγίων.
Απορημένη κοιτούσα την φίλη μου και εκείνη ξεκίνησε να αφηγείται μια
συγκινητική ιστορία. Μια ιστορία που θα ήθελα να αφιερώσω σε έναν άγγελο
ο οποίος είναι στον ουρανό και σε όλους τους υπέροχους ανθρώπους που
εργάζονται στην Δημόσια Βιβλιοθήκη. «Πριν από αρκετά χρόνια ένας
αγαπημένος γείτονάς μουνοσηλευόταν σε μια ιδιωτική κλινική» – έλεγε
ψιθυριστά η Κλάρα. «Τακτικά πήγαινα να τον επισκεφτώ για να του κάνω
λίγη συντροφιά και να του δώσω κουράγιο. Στο δωμάτιό του – που ήταν
δίκλινο – συχνά άλλαζαν τους ασθενείς κι εγώ δεν παρέλειπα να χαιρετώ
όποιον φέρνανε στο διπλανό κρεβάτι. Μια μέρα είδα ξανά καινούργιο
πρόσωπο δίπλα στον κύριο Νίκο. Χλωμός και πολύ αδύνατος ήταν ο κύριος
Αριστοτέλης και ίσως δεν θα ζύγιζε ούτε 40 κιλά! Φοβισμένη και
τρομαγμένη πλησίασα το κρεβάτι του και απαλά έσφιξα το χέρι του που
νόμιζα ότι θα σπάσει από το άγγιγμά μου, ήταν τόσο εύθραυστος! «Καλημέρα
σας κύριε! Θα ήθελα να σας ευχηθώ καλή ανάρρωση», του είπα, αν και
αισθάνθηκα άβολα να πω αυτά τα λόγια, γιατί φαινόταν ότι οι μέρες της
ζωής του ήταν μετρημένες. “Καλημέρα και σε σένα κορίτσι μου,
ευχαριστώ για τις ευχές σου, αν και δεν υπάρχει γιατρειά για μένα,
σύντομα θα πεθάνω”, μου είπε και με κοιτούσε με τα μεγάλα, ζεστά,
καστανά του μάτια και προσπάθησε να χαμογελάσει. “Σε ένα χρόνο έχασα και
τη γυναίκα μου και το μοναχογιό μου και ύστερα με χτύπησε και μένα ο
καρκίνος. Ήρθε η ώρα μου να φύγω κι εγώ, αλλά πού θα πάω; Δεν ξέρω. Όλη
μου την ζωή έψαχνα τον Θεό, μα δεν τον βρήκα, δεν γνωρίζω τι με
περιμένει”, είπε και έτσι ξεκίνησε η κουβέντα μας περί ζωής και θανάτου,
για το πιο βασανιστικό θέμα κάθε είδους φιλοσοφίας. Είχα μία πολύ
ενδιαφέρουσα συζήτηση με τον κύριο Αριστοτέλη, ο οποίος ήταν καθηγητής
στην ανώτατη εκπαίδευση και σαφώς είχε πολύ υψηλό μορφωτικό επίπεδο.
Εξεπλάγην για το πόση γνώση είχε για διάφορες θρησκείες, είχε μεγάλη
αγάπη για τους αρχαίους έλληνες φιλόσοφους, αλλά με σόκαρε το γεγονός
ότι είχε απορρίψει τελείως το Χριστιανισμό και αμφισβητούσε αν υπάρχει
Θεός. Με προβλημάτισε ο κ. Αριστοτέλης και κατάλαβα πόσο τραγικό είναι,
όταν ο άνθρωπος ούτε στον Θεό δεν έχει ελπίδα. Δεν ήθελα όμως να τον
κουράζω, ούτε να τον πιέζω με τα δικά μου πιστεύω. Τον ρώτησα όμως αν
έχει κάποια επιθυμία και του υποσχέθηκα ότι θα προσπαθήσω να την
πραγματοποιήσω.
“Από τότε που αρρώστησα, δεν έρχεται κανένας να με
επισκεφτεί.Θα ήθελα πολύ να δω κάποιον γνωστό μου και να μελετήσω ξανά
τον Τίμαιο του Πλάτωνα”. Άκου, τον Πλάτωνα θέλει να διαβάσει, αντί να
μου ζητήσει την Αγία Γραφή, σκέφτηκα, αλλά σεβόμουνα την επιθυμία του,
είπα ότι ευχαρίστως θα κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ. Πέρασα όλα τα
βιβλιοπωλεία της Λάρισας για να βρω τον «Τίμαιο», αλλά μάταια. Έπρεπε να
παραγγείλω το βιβλίο και θα περνούσαν μέρες μέχρι να το πάρω. Η
τελευταία μου ελπίδα ήταν η Δημόσια Βιβλιοθήκη, που τότε στεγαζόταν επί
της οδού Παπακυριαζή. Ξαφνιασμένη ήταν η βιβλιοθηκάριος όταν της ζήτησα
τον Τίμαιο του Πλάτωνα. “Εσείς ξένη δεν είστε;” με ρώτησε καθώς άκουσε
την προφορά μου. “Ναι” της είπα και εκείνη με ένα γλυκό χαμόγελο
σηκώθηκε από το γραφείο για να βρει το βιβλίο. Σε λίγα λεπτά επέστρεψε
κρατώντας το πολυπόθητο έργο του Πλάτωνα. “Είναι το μοναδικό και είναι
σπάνιας έκδοσης αυτό το βιβλίο κυρία, δεν μπορείτε να το πάρετε στο
σπίτι σας, αλλά μπορείτε να το διαβάζετε εδώ με την ησυχία σας. Μπράβο
που είστε ξένη και διαβάζετε τόσο δύσκολα κείμενα στη γλώσσα μας”, μου
είπε ευγενικά η υπάλληλος της βιβλιοθήκης. “Μακάρι να ήταν σε τόσο καλό
επίπεδο τα ελληνικά μου για να καταφέρω να μελετήσω τον Πλάτωνα, αλλά το
βιβλίο δεν το θέλω για μένα, αλλά για έναν ασθενή, ο οποίος δεν θα
μπορέσει πια να έρθει εδώ. Είναι η τελευταία του επιθυμία να διαβάσει
τον Τίμαιο του Πλάτωνα. Σας παρακαλώ να πάρετε για αντάλλαγμα το πιο
πολύτιμο έγγραφό μου, την ελληνική μου ταυτότητα, την οποία απέκτησα με
πολύ κόπο, μετά από δέκα χρόνια γραφειοκρατικές διαδικασίες. Το βιβλίο
πρέπει να το πάρω σήμερα οπωσδήποτε, δεν πρέπει να καθυστερήσω”, είπα
γεμάτη αγωνία. “Αν είναι έτσι, ας πάρω εγώ την ευθύνη, δεν πρέπει να
στερήσουμε από κανέναν τη γνώση. Πάρτε το βιβλίο, είμαι σίγουρη ότι θα
το επιστρέψετε. Δεν θα κρατήσω ούτε την ταυτότητα, ίσως να την
χρειαστείτε κάπου. Να είστε καλά! Στο επανιδείν”, μου απάντησε η
βιβλιοθηκάριος, δίνοντάς μου το βιβλίο. Πολύ χαρούμενη ευχαρίστησα την
κυρία για την ευαισθησία που είχε δείξει και με συγκίνησε που με
εμπιστεύθηκε, αν και ακόμα και σήμερα οι περισσότεροι έλληνες είναι
επιφυλακτικοί μαζί μου, επειδή είμαι ξένη. Εν μέρει πραγματοποιήθηκε
η επιθυμία του κ. Αριστοτέλη, αλλά δεν είχα ιδέα από πού να βρω έστω
και ένα γνωστό του, για να τον επισκεφτεί. Πήρα τηλέφωνο τον καλό μου
φίλο, τον Βαγγέλη, ο οποίος ξέρει την μισή Λάρισα, μήπως μπορεί να με
βοηθήσει. Απεγνωσμένη του ανέφερα όλη την ιστορία με τον βαριά άρρωστο
καθηγητή. “Τελικά, πολύ μικρός είναι ο κόσμος Κλάρα, τον κύριο
Αριστοτέλη να μην ξέρω; Ήταν ο καλύτερος φίλος του μακαρίτη του πατέρα
μου, τον γνωρίζω από τα παιδικά μου χρόνια. Είναι εξαιρετικός άνθρωπος.
Φέρε μου το βιβλίο και αμέσως θα πάω να τον επισκεφτώ και θα του διαβάσω
τον Πλάτωνα”, μου είπε ο φίλος μου και εγώ πριν καλά-καλά συνέλθω από
την έκπληξή μου, έτρεχα με το ποδήλατό μου για να παραδώσω το βιβλίο
στον Βαγγέλη. Εκείνη την ημέρα η τελευταία επιθυμία του κυρίου
Αριστοτέλη πραγματοποιήθηκε. Πέρασαν μερικές μέρες και ξαναπήγα στην κλινική. Το κρεβάτι δίπλα στον κύριο Νίκο ήταν άδειο. “Το πρωί τον Αριστοτέλη τον βρήκα αγκαλιά με τον Πλάτωνα, έσφιγγε
δυνατά αυτό το βιβλίο που του έφερε και του διάβαζε κάθε μέρα ο φίλος
σου”, είπε με δάκρυα στα μάτια ο κύριος Νίκος. “Φώναξα τις νοσοκόμες,
γιατί δεν ξυπνούσε και εκείνες με δυσκολία του πήραν το βιβλίο από τα
χέρια. Να, εκεί είναι στο κομοδίνο, δεν το χρειάζεται πια, μπορείς να το
επιστρέψεις στη βιβλιοθήκη. Και ξέρεις τι μου είπε πολύ χαρούμενος χθες
το βράδυ; Αδελφέ Νίκο, σίγουρα υπάρχει Θεός! Ποιός άλλος θα μπορούσε να
μου κάνει ένα τέτοιο θαύμα; Εκεί που ήμουνα εγκαταλειμμένος από όλους,
να μου στείλει μια άγνωστη ξένη, για να μου βρει έναν γνωστό μου
Λαρισαίο, να με επισκεφθεί και εκείνος να μου φέρει τον Πλάτωνα και να
μου τον διαβάσει!» Margherita Kakany
Η κα Ρίτα είναι μία ξένη, που ζει εδώ και 25 χρόνια στην Ελλάδα. Η ίδια αναφέρει:"Θεωρώ ότι ο Θεός άκουσε την προσευχή μου, όταν περπατώντας ξυπόλητη το 1988 στη Σαντορίνη, μοναχική τουρίστρια μ' ένα σακίδιο στην πλάτη, τον παρεκάλεσα να με κρατήσει στη χώρα αυτή για πάντα!"Και συνεχίζει:"Είμαι παθιασμένη με την Ελλάδα αν και η ζωή μου είναι πολύ δύσκολη εδώ. Την Ελλάδα δεν θα την άλλαζα ποτέ και για καμιά άλλη χώρα!"
1 σχόλιο:
Αχ Ρίτα να είσαι πάντα καλά... όπου και να είσαι!
Δημοσίευση σχολίου