---> Το παρόν blog έχει σταματήσει να ανανεώνεται από 31 Ιουλίου 2014. Το ΝΕΟ επίσημο blog είναι "http://www.eaas-larisas.blogspot.gr/" <----

Άγ. Αχίλλιος

Του κ. Βασ. Χ. Στεργιούλη,
Προέδρου Παρ/τος Λαρίσης της Πανελληνίου Ενώσεως Θεολόγων

           
            Η Λάρισα, η ονομαστή πανάρχαια πόλη της Θεσσαλίας, υπήρξε και είναι από τις σημαντικότερες της Ελλάδος. Οι αρχές της χάνονται στα βάθη της προϊστορίας. Ιδρυτές της θεωρούνται κατά την επικρατέστερη άποψη οι Πελασγοί, οι πρώτοι κάτοικοι της Θεσσαλίας. Υπέρ της άποψης αυτης συνηγορεί και το «παλαιόν και σεμνόν και τοις αρχαίοις περιλαλούμενον» Πελασγικό όνομα της πόλης, πού σημαίνει: λόφος, ακρόπολη, φρούριο. Την πανάρχαια καταγωγή της πόλης, μαρτυρούν και τα διάφορα ευρήματα της αρχαιολογικης σκαπάνης πού κάθε τόσο έρχονται στο φως και εμπλουτίζουν διαρκώς το Αρχαιολογικό της Μουσείο. Κτισμένη η «Πελασγιώτις» Λάρισα σε εξέχουσα στρατηγική θέση στη δεξιά όχθη του Πηνειου ποταμού η Σαλαμπριά, όπως τον ονόμασε η βυζαντινή πριγκίπισσα Αννα η Κομνηνή, είχε όλες τις προϋποθέσεις να αναπτυχθεί σε μια καλώς οργανωμένη πόλη.
            Ο «αργυροδίνης» Πηνειός ποταμός ήταν το φυσικό οχυρό της Λάρισας προς τα αριστερά της και την προστάτευε από εχθρικές επιδρομές. Αλλά ήταν συγχρόνως και η κύρια πηγή άρδευσης και πλουτισμού της. Την προστάτευε και τη ζωογονούσε με τα ζωηφόρα νάματά του και πλούτιζε την απέραντη πεδιάδα της με τις πλημμύρες και τις προσχώσεις του. Γι’ αυτό η πόλη περιβαλλόταν πάντοτε από ωραίους κήπους και εύφορους αγρούς. Κείμενα της εποχής του Βυζαντίου βεβαιώνουν πως έτσι βρήκε τη Λάρισα ο στρατηγός του Βυζαντινού αυτοκράτορα Βασιλείου Β’ του Βουλγαροκτόνου Νικηφόρος Ουρανός, όταν ήρθε να αντιμετωπίσει τους Βούλγαρους επιδρομείς. Την αγάπη της προς τους κήπους και τα άνθη διατήρησε η Λάρισα ως τις μέρες μας. Ώσπου υψώθηκαν οι πολυόροφες σύγχρονες οικοδομές. Ως τότε η Λάρισα ήταν η φιλανθής πόλη. Οι μονώροφες η διώροφες λόγω του σεισμογενούς εδάφους οικοδομές της διέθεταν μεγάλους αύλειους χώρους στολισμένους περίτεχνα με πολύχρωμα ευωδιαστά λουλούδια. Κι ήταν πολύ ευχάριστο να διαβαίνεις τούτη τη γλυκιά εποχή της άνοιξης τους ήσυχους δρόμους της πόλης και να απολαμβάνεις την ωραία θέα και το ευωδιαστό άρωμα των λουλουδιών των αύλειων κήπων των σπιτιών, που έγερναν έξω από τα κάγκελα.
            Ακρόπολη και φρούριο η Λάρισα, η φιλανθής «Πηνειούπολη», κόμβος συγκοινωνιακός και κέντρο στρατιωτικό και εμπορικό, ήταν από τα χρόνια του μακρινού Βυζαντίου «η προκαθημένη των Θεσσαλών». Ανακηρύχτηκε δε επισήμως πρωτεύουσα της Θεσσαλίας το 1770. Εκείνο όμως που χαρακτήριζε ανέκαθεν την πόλη, ήταν η ευσέβεια των κατοίκων της. Και είναι, νομίζω, εύλογο, αφού στα προχριστιανικά χρόνια οι κάτοικοι της πόλης και της περιοχής είχαν το προνόμιο να βρίσκονται κοντά στον τεράστιο δυσανάβατο βουνίσιο όγκο του Ολύμπου και να τον αντικρίζουν κάθε τόσο. Προσέβλεπαν στο χώρο, όπου πιστευόταν ότι κατοικούσαν οι πλασμένοι κατά τα ανθρώπινα μέτρα μυθικοί θεοί της ειδωλολατρίας. Ήταν, με άλλα λόγια η Λάρισα, η Παλαιστίνη της Ελλάδος. Και στα μεταχριστιανικά χρόνια Η «Λαρισαίων πόλις» ευτύχησε να έχει Πολιούχο και Προστάτη της το θαυματουργό και μυροβλύτη Αγιο Αχίλλιο, τον Καππαδόκη. Μια μεγάλη, έγκυρη εκκλησιαστική προσωπικότητα, που εργάστηκε εμπνευσμένως και δραστηρίως για τη διάδοση και κατίσχυση της ορθόδοξης πίστης στην περιοχή και σ’ όλη την οικουμένη και κατήσχυνε το δυσεβή Αρειο. Γι’ αυτό και τιμήθηκε από το Θεό, ενόσω ζούσε με το χάρισμα της θαυματουργίας, μετά δε τη μακαρία κοίμησή του με τη μυρόβλυση του ιερού του λειψάνου.
            Έτσι, από τον 4ο μ.Χ. αιώνα η Λάρισα είναι η πόλη του Αγίου Αχιλλίου. Η ιερή του μορφή είναι στενά δεμένη μαζί της. Τη σκεπάζει και τη φρουρεί. Είναι το καύχημά του. Το δε ιερό λείψανό του ήταν «ο μέγας πλούτος των Λαρισαίων» κατά το βιογράφο του Αγίου. Και σεμνύνεται δικαίως η Λάρισα για το θαυματουργό και μυροβλύτη Πολιούχο της Αγιο Αχίλλιο. Γιατί δεν είναι απλώς ένας τοπικός Αγιος, αλλά ένας Αγιος με πανορθόδοξο αναγνώριση. Ένας Αγιος, που το όνομα του, μαζί με το όνομα του Αγίου Βησσαρίωνος, αναγράφεται στη φυλλάδα της θείας Λειτουργίας και μνημονεύεται σε κάθε θεία Λειτουργία. Γι’ αυτό, όπου κι αν πάμε, θ’ ακούσουμε τον ιερέα να μνημονεύει μεταξύ των άλλων Αγίων και «Αχιλλίου και Βησσαρίωνος, Αρχιεπισκόπων Λαρίσης των θαυματουργών».
            Για να εννοήσουμε ποιος ήταν ο Αγιος Αχίλλιος, αρκεί να γνωρίσουμε συντόμως το θαυμαστό βίο του. Γεννήθηκε το 270 μ.Χ. στην Καππαδοκία και έλαβε μεγάλη χριστιανική και «θύραθεν»(=εξωχριστιανική) μόρφωση. Μετά το θάνατο των ευσεβών γονέων του, μοίρασε τη μεγάλη περιουσία τους στους φτωχούς και πήγε στους Αγίους Τόπους. Εκεί έζησε κοντά στον Πανάγιο Τάφο. Κατόπιν επισκέφτηκε διάφορα ασκητήρια και ασκήθηκε στη νηστεία, στην προσευχή, την αγρυπνία και στις άλλες χριστιανικές αρετές. Ύστερα πήγε στη Ρώμη και στη Θεσσαλία, όπου κήρυξε το Χριστό και έκανε πολλά θαύματα. Έτσι διαδόθηκε πολύ η φήμη του και όταν χήρευσε ο θρόνος της Λαρίσης, αναδείχτηκε Αρχιεπίσκοπος της.
            Η φήμη του προέτρεξε και έφτασε στη Νίκαια της Βιθυνίας, πριν ακόμη πάει εκει ο Αγιος, για να λάβει μέρος στην Πρώτη Οικουμενική Σύνοδο (325). Γι’ αυτό ο Μέγας Κωνσταντίνος και οι Πατέρες τον υποδέχτηκαν με μεγάλες τιμές. Τέλεσε μάλιστα στη Σύνοδο και θαύμα. Έκανε να αναβλύσει λάδι από μια πέτρα. Όπως αναφέρεται σε χειρόγραφο που βρίσκεται στη Μονή Βαρλαάμ Μετεώρων ο Αγιος «Τον Θεόν επικαλεσάμενος και έλαιον δι’ ευχής βλύσαι ποιεί». Με πολλή χαρά τότε ο αυτοκράτορας ζήτησε την ευλογία του Αγίου και τον προέπεμψε στη Λάρισα με πλούσια δώρα για ανεγέρσεις ναών και φιλανθρωπίες. Πιθανόν από την εποχή αυτή να ήταν και το Ευαγγέλιο της Κομνηνείου Μονής, που σωζόταν ως το 1853. Ήταν γραμμένο με χρυσά γράμματα σε περγαμηνή και είχε σημειώσεις του Αρχιεπισκόπου Λαρίσης Αχιλλίου Α’. Το 355 μ.Χ., ύστερα από 35 χρόνια αρχιερατείας του Αγίου στη Λάρισα, ο Θεός του φανέρωσε πως ήρθε η ώρα της εξόδου του από το μάταιο αυτό κόσμο. Κάλεσε τότε όλο τον κλήρο και το λαό, τους το ανακοίνωσε και τους έδωσε παραινέσεις και συμβουλές. Τον θρήνησαν πολύ και τον κήδεψαν με μεγαλοπρέπεια. Τοποθέτησαν δε το ιερό του λείψανο στη λάρνακα που ο ίδιος είχε κατασκευάσει.
            Το χαριτόβρυτο λείψανο του ανέβλυζε μύρο κι έκανε πολλά θαύματα. Αλλά δεν έμεινε για πάντα στη Λάρισα. Το σύλησε το 985/6 ο αποστάτης από τους Βυζαντινούς τσάρος των Βουλγάρων Σαμουήλ και το μετέφερε στα ανάκτορά του, στο μικρό νησάκι των Πρεσπών, που σήμερα φέρει το όνομα του Αγίου Αχιλλίου. Εκεί ανήγειρε προς τιμήν του Αγίου μεγαλοπρεπή ναό ρυθμού Βασιλικής, του οποίου σώζονται τα ερείπια. Ήθελε με την ενέργεια του αυτή ο Σαμουήλ να στερεώσει την κυριαρχία του. Γιατί η κατοχή ιερών λειψάνων ονομαστών Αγίων ήταν ιδιαίτερη τιμή και ευλογία και αποτελούσε πόλο έλξης των χριστιανικών πληθυσμών. Σκόπευε μάλιστα ο Σαμουήλ να μεταφέρει εκεί την Αρχιεπισκοπή Οχρίδος και να την αναδείξει σε Πατριαρχείο. Είχε μεγαλεπήβολα σχέδια, που, αν πετύχαιναν, θα άλλαζαν τον ρουν της ιστορίας, στην περιοχή. Οι Βυζαντινοί χρονογράφοι του 11ου αιώνα Ιωάννης Σκυλίτσης και Γεώργιος Κεδρηνός εξιστορούν τα σχετικά με την αρπαγή από το Σαμουήλ του ιερού λειψάνου του Αχίου Αχιλλίου. Ο δεύτερος αναφέρει συγκεκριμμένως: «Μετήγαγε δε ( ο Σαμουήλ) και το λείψανον του Αγίου Αχιλλείου επισκόπου Λαρίσης χρηματίσαντος επί Κωνσταντίνου του μεγάλου καν τη μεγάλη και πρώτη Συνόδω παρόντος συν Ρηγίνω Σκοπέλων και Διοδώρω Τρίκκης, και εις Πρέσπαν απέθετο, ένθα ήσαν αυτώ τα βασίλεια, οίκον κάλλιστον και μέγιστον επί τω ονόματι αυτού δομησάμενος».
            Αλλά και μετά την αρπαγή του ιερού λειψάνου του Αγίου Αχίλλειου από το Σαμουήλ, ο χριστιανικός λαός της Λαρίσης δεν έπαψε να τιμά τον Πολιούχο του. Τον προστάτη του Αγιο. Και να διαλαλεί τις αριστείες του, τις υψηλές πνευματικές του επιδόσεις, όπως λέει το σχετικό επίγραμμα: «Λαλεί Λάρισα σας αριστείας ξένας, μνήμην έχουσα και θανόντος σου, Πάτερ». Και είχε ως τόπο αγιάσματος και κέντρο της λατρείας του, ως σημείο αναφοράς του, τον τάφο του Αγίου και τον περικαλλή ναό του. Τον ναό, τον τόσο αγαπητό σε όλους, στον οποίο συναθροίζονταν συνήθως οι επίσκοποι, προκειμένου να εκλέξουν ιεράρχες για τις κενούμενες επισκοπές Θεσσαλίας, όπως αναφέρει ο Κώδικας 1472.
            Ο Μητροπολιτικός αυτός ναός ήταν το ιδιαίτερο σέβασμα των Λαρισαίων. Το ιερό τους καθίδρυμα. Το κέντρο της θρησκευτικής τους ζωής, που επηρέαζε και την κοινωνική τους. Σ’ αυτόν συνέρχονταν για να λατρεύσουν το Σωτήρα Χριστό και να ζητήσουν τις πρεσβείες του Αγίου σε κάθε δυσκολία και ανάγκη τους. Στις πλημμύρες, στους πολέμους, στους συχνούς σεισμούς που τους ανάγκαζαν να μην υψώνουν μεγάλα οικοδομήματα, στις επιδημίες. Ήταν ιδιαίτερα απειλητική η πανούκλα του 1813 και του 1848, που είχε αναρίθμητα θύματα. Ακολούθησε δε o ναός αυτός την πορεία της πόλης στην ιστορία. Γνώρισε δηλαδή λαμπρές μέρες δόξας και μεγαλείου, αλλά και λεηλασίες και καταστροφές. Και αποτελεί και σήμερα ο ναός αυτός με την τοξότη γέφυρα του «αργυροδίνη» Πηνειού ποταμού από κάτω του το χαρακτηριστικό έμβλημα της πόλης των Λαρισαίων με τη μακριά ιστορία των τεσσάρων χιλιετηρίδων.
            Θα μάκραινε πολύ ο λόγος, αν επιχειρούσαμε λεπτομερή εξιστόρηση των περιπετειών του ναού τού Αγίου Αχιλλίου. Γι’ αυτό περιορίζομαι στα εξής: Την εποχή της Φραγκοκρατίας και συγκεκριμένως το 1204, επί Αλεξίου Γ’, εξαιτίας της συγκρούσεως των Φράγκων μεταξύ τους, η Λάρισα ερημώθηκε και μεταβλήθηκε σε ακατοίκητο χωριό, ο δε ναός του Αγίου Αχίλλειου μετατράπηκε σε ορμητήριο ληστών! Την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας (τουρκοκρατίας) και συγκεκριμένως στις 12 Ιουνίου 1769 ο φανατισμένος τουρκικός όχλος έκαψε και γκρέμισε το Μητροπολιτικό ναό και οι Λαρισαίοι εκκλησιάζονταν επί 25 ολόκληρα χρόνια, ως το 1794, στα γύρω χωριά! Μάλιστα οι Τούρκοι είχαν αποφασίσει να μην ξανακτιστεί ο ναός. Αλλά ύστερα από ενέργειες του Μητροπολίτη Λαρίσης Διονυσίου Καλλιάρχου προς την Πύλη και με εισφορές μεγάλες των Λαρισαίων (40 πουγγιά, δηλ. 18 χιλιάδες γρόσια) εκδόθηκε, στις 26 Φεβρουαρίου 1794, φιρμάνι του Σουλτάνου Σελίμ, που έδινε την άδεια ν’ ανοικοδομηθεί ο ναός. Είναι ενδεικτική του θέματος η ενθύμηση (=σημείωμα), που υπάρχει στην περιήγηση η τοπογραφία της Θετταλίας και Θετταλομαγνησίας του Νικολάου Μάγνητος και έχει ληφθεί από τα χειρόγραφα του Αρχιμανδρίτου Ιακώβου Γυναϊτιδος Βαλβαμά: «1794 Φεβρουαρίου 4 ευγήκε φερμάνι διά την εκκλησίαν της Λαρίσης του Αγίου Αχιλλίου μέσα εις την ΚΠολιν. Και ήλθεν ο Τάταρης μέσα εις την Λάρισαν Φεβρουαρίου 26 ημέρα Δευτέρα και εδιαβάσθη την Πέμπτην εις τας 2 του Μαρτίου». Έτσι ξανακτίστηκε ο ναός. Και μάλιστα σε χρόνο ρεκόρ. Σε 36 ημέρες! Θεμελιώθηκε στις 5 Μαρτίου 1794 και τελείωσε στις 6 Απριλίου (ώρα 9.00 το βράδυ της Μεγ. Παρασκευής). Και το επόμενο βράδυ, του Μεγ. Σαββάτου τελέστηκε εντός του ναού η Λειτουργία της Αναστάσεως προεξάρχοντος του Μητροπολίτου Διονυσίου Καλλιάρχου. Αξίζει να σημειωθεί, πως για να τελειώσει τόσο γρήγορα ο ναός, εργάστηκαν περισσότεροι από διακόσιοι τεχνίτες βοηθούμενοι αφιλοκοκερδώς από όλους τους Λαρισαίους χριστιανούς. Είχε δε ο ναός και παρεκκλήσιο του Αγίου Βησσαρίωνος.
            Στις 12 Ιουνίου 1822 οι Τούρκοι μετέτρεψαν το ναό σε οπλοστάσιο και οι Λαρισαίοι εκκλησιάζονταν στο εκκλησάκι της Αγίας Μαρίνας μέχρις ότου τους Αποδόθηκε και πάλι ο ναός επί Μητροπολίτου Μελετίου Ε ! Τότε μάλιστα ορίστηκε ημέρα εβδομαδιαίας αγοράς η Δευτέρα, αντί της Κυριακής. Έτσι ανανεώθηκε και ισχυροποιήθηκε η από του 1730 απόφαση των Λαρισαίων εμπόρων που όριζε η απόφαση «να φυλάττουν όλας τας Κυριακάς και τας δεσποτικάς εορτάς». Καθιέρωνε δηλαδή την αργία της Κυριακής. Στους μη συμμορφούμενους δε με το συμφωνητικό αυτό, επιβαλλόταν η ποινή να καταβάλλουν στο Ταμείο του ναού του Αγ. Αχιλλίου 50 ασλάνια. Έτσι έγινε πράξη ο λόγος του Απόστολου του σκλαβωμένου Γένους μας Αγίου Κοσμά του Αιτωλού, για τον οποίο μάλιστα λόγο μαρτύρησε: Να μη γίνονται παζάρια την Κυριακή. Τον Απρίλιο του 1827 οι Τούρκοι μετέβαλαν πάλι το ναό σε οπλοστάσιο. Αλλά γρήγορα οι χριστιανοί κατόρθωσαν να τους αποδοθεί για τη λατρεία τους, δίνοντας μεγάλες χρηματικές εισφορές στο δικαστή, στους πασάδες και στους μπέηδες.
            Όλα αυτά μαρτυρούν την ευσέβεια των Λαρισαίων, οι οποίοι ευλαβούνταν και τιμούσαν ιδιαιτέρως τον Πολιούχο τους Αγιο Αχίλλιο και φρόντιζαν πολύ το ναό του. Και στα χρόνια που υπήρχε ο τάφος με το ιερό λείψανο του Αγίου μέσα του, αλλά και στα κατοπινά. Και διόριζαν ως επιτρόπους του εκπροσώπους των σύντεχνων (γουναράδων, μπακάληδων, ψωμάδων, ραπτάδων και άλλων), όπως συνέβη επί των ημερών του Μητροπολίτου Λαρίσης Μελετίου Ε’. Ευτύχησε δε η πόλη των Λαρισαίων να έχει Ιεράρχες περιωπής, οι οποίοι ποίμαναν Θεόφιλος το χριστεπώνυμο πλήρωμά της, όπως ο Αγιος Αχίλλιος. Ένας από αυτούς ήταν ο Αγιος Βησσαρίων. Αναδείχτηκε Αρχιεπίσκοπος Λαρίσης το 1490 και εργάστηκε με πολύ ζήλο στο λαό. Με τις θαυματουργίες του απάλλαξε τη Λάρισα και τις άλλες θεσσαλικές πόλεις από την πανούκλα, έκανε έργα κοινής ωφέλειας (γέφυρες κ.α) και την αγιογράφηση του ναού του Αγίου Αχιλλίου. Άλλος σπουδαίος ιεράρχης Λαρίσης υπήρξε ο Διονύσιος Γ’ ο Βάρδαλις (1654-1659), ο οποίος στις 26 Ιουλίου 1660 έγινε Πατριάρχης Πόλεως. Πατριάρχευσε επί πενταετία και αποσύρθηκε στην Ιερά Μονή Μεγίστης Λαύρας, όπου και τελεύτησε το βίο του μεταξύ των ετών 1690-1693. Η εικόνα του βρίσκεται έξω από το καθολικό (=κεντρικό ναό) της Μονής Μεγ. Λαύρας, αντίγραφό της δε υπάρχει στη μεγάλη αίθουσα του Πατριαρχείου. Διακεκριμμένος ιεράρχης Λαρίσης ήταν και ο Διονύσιος Η’ ο Καλλιάρχης, που επονομαζόταν Βυζάντιος (1791-1806). Αυτός ανοικοδόμησε, όπως είπαμε, το ναό του Αγίου Αχιλλίου σε χρόνο ρεκόρ, αλλά «και το παλαιόν Ελληνικόν Σχολείον». Εξέδωσε δε μαζί με τον Επίσκοπο Αμβρόσιο και τον Σπαγών Παϊσιο Εγκύκλιο Επιστολή που αποσκοπούσε «εις τον περιορισμόν των όση μέραι αυξανουσών προικών εν τη πόλει ταύτη, συνεπαγομένων ούτω την δυστυχίαν των πολυτέκνων γονέων». Η ενέργειά τους αυτή αποτελεί αποστομωτική απάντηση σε όσους όλως αυθαιρέτως και ανιστορήτως ισχυρίζονται πως η Αγιωτάτη Εκκλησία του Χριστού επέβαλε το θεσμό της προίκας. Το αντίθετο μάλιστα συνέβη. Αυτή αγωνίστηκε για τον περιορισμό της προίκας και την πρόληψη οικογενειακών τραγωδιών. Γνωστός είναι και ο Μητροπολίτης Ιωακείμ Κοκούδης η Κροσουλούδης (1870-1875), ο οποίος ανέλαβε «την πρωτοβουλίαν της ανεγέρσεως γυμνασίου εν Λαρίση» καθώς και ο Μητροπολίτης Νεόφυτος Γ’ (1875-1896), ο οποίος «κατέλιπε κατά τον θάνατόν του μέρος της μικράς περιουσίας του υπέρ του … Κουτλιμπανείου Νοσοκομείου».
            Αυτά τα λίγα στα οποία περιορίζομαι, είναι ενδεικτικά πως οι ιεράρχες της Λαρίσης, που κατά τη «φήμη» τους είναι «υπέρτιμοι και Έξαρχοι δευτέρας Θετταλίας» (γιατί έτσι ονομαζόταν τότε «η περί την Λάρισαν χώρα», όπως υποστηρίζει ο Γεωργιάδης στη «Θεσσαλία»), επιτέλεσαν, παράλληλα προς το αξιόλογο θρησκευτικό, και πολύπλευρο κοινωνικό και εθνικό έργο. Ο ειδικός μελετητής της ιστορίας της Λαρίσης Επαμ. Φαρμακίδης παρατηρεί επιγραμματικά για την προσφορά τους στα δύσκολα χρόνια του βαρύτατου τουρκικού ζυγού: «Προσέφεραν κατά τους χαλεπούς εκείνους χρόνους (οι Ιεράρχες της Λαρίσης) ανεκτιμήτους υπηρεσίας προς τε την Θρησκείαν και το Γένος, αθλήσαντες πολυειδώς και πολυτρόπως, σπείσαντες προθύμως το εαυτών αίμα, θυσιάζοντες αξιώματα και ευνοίας και αψηφούντες και αυτήν την ζωήν των διατελούσαν υπό τον πέλεκυν αγρίου κατακτητού…».
            Κλείνω εδώ την ομιλία μου λόγω χρόνου. Το θέμα όμως δεν τελειώνει. Είναι ανεξάντλητο. Και χρήζει μακράς ειδικής ιστορικής μελέτης. Όμως από τα όσα με κάθε δυνατή συντομία σας εξέθεσα, προκύπτει, νομίζω αβίαστα το συμπέρασμα πως ο Πολιούχος μας Αγιος Αχίλλιος, ο μυροβλύτης και θαυματουργός, έχει αφήσει με την αγία του βιοτή, τη θεοφιλή ποιμαντορία του και τα θαύματά του ανεξίτηλη τη σφραγίδα της ιερής του μορφής στην αγαπημένη μας Λάρισα. Τη φιλανθή πόλη, της οποίας η μακρά ανά τους μέχρι σήμερα χριστιανικούς αιώνες ιστορική πορεία συμπλέκεται και είναι αρρήκτως συνδεδεμένη με την τιμή, τη σκέπη κι όλες τις θαυματουργίες και ευεργεσίες του. Είναι η πόλη του Αγίου Αχιλλίου. Γι’ αυτό δικαίως τον μεγαλύνει και πανηγυρίζει με ιδιαίτερη λαμπρότητα και μεγαλοπρέπεια τη σεβάσμια μνήμη του τη μυρωμένη αυτή εποχή. Την εποχή της άνοιξης και των λουλουδιών, που η αναστημένη από το λήθαργο του χειμώνα φύση πεζογελάει χαρωπά, εξαγγέλλουσα με χάρη το μήνυμα της αναστάσιμης χαράς της Εκκλησίας και της αναστημένης ζωής του Αγίου.

Ομιλία που εκφωνήθηκε στις 11-5-2006
στο Χατζηγιάννειο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Λαρισαίων
στα πλαίσια του εορτασμού των «Αχιλλείων»