Η μοιρασιά από τα μελλοντικά έσοδα των κοιτασμάτων υδρογονανθράκων
μεταξύ του ελληνικού κράτους και των εταιρειών πετρελαίου και φυσικού
αερίου είναι μία διαπραγμάτευση που πρέπει να κερδηθεί πάση θυσία στη
χώρα μας. Ως τεχνοκράτες και επιστήμονες δεν πιστεύουμε σε πολιτικά
συνθήματα που λένε ότι τα παραπάνω έσοδα θα ξεπουληθούν οπωσδήποτε ή ότι
η Ελλάδα είναι μία χώρα που κατοικείται αποκλειστικά από ξεπουλημένους
κατοίκους. Πιστεύουμε ότι στη χώρα μας έχουν απομείνει πάρα πολλοί,
άξιοι και έντιμοι πολίτες που μπορούν πράγματι να βγάλουν την Ελλάδα από
τον οικονομικό βούρκο αρκεί να τους αφήσουμε να το πραγματοποιήσουν. Aς
αφήσουμε λοιπόν τα πολιτικάντικα κι ας κοιτάξουμε συστηματικά τα
τεχνικά δεδομένα του τομέα των υδρογονανθράκων, για να αναλύσουμε
ορθολογικά την κατάσταση και να πάρουμε τις πρέπουσες στρατηγικές
αποφάσεις για το μέλλον της πατρίδας μας. Μέχρι τη δεκαετία του 1960 η
παγκόσμια έρευνα κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου διεξαγόταν
μόνο από ένα μικρό αριθμό μεγάλων εταιρειών πετρελαίου. Στην ουσία ήταν
σχεδόν ένα ολιγοπώλιο. Σήμερα περισσότερες από 300 εταιρείες πετρελαίου
διεξάγουν έρευνες κοιτασμάτων υδρογονανθράκων σε περισσότερες από 150
χώρες. Τα πράγματα λοιπόν έχουν αλλάξει ριζικά και πρέπει να το έχουμε
στο νου μας την ώρα της διαπραγμάτευσης, αλλιώς μπορούμε εύκολα να
πέσουμε σε παγίδες. Η έρευνα για τον εντοπισμό και την αξιοποίηση των
κοιτασμάτων φυσικού αερίου και πετρελαίου πραγματοποιείται βάσει
συγκεκριμένων Συμβάσεων Μίσθωσης και Παραχώρησης δικαιωμάτων από την
Κυβέρνηση προς τις πετρελαϊκές εταιρείες. Στην Ελλάδα, oι όροι και οι
προϋποθέσεις των εν λόγω Συμβάσεων ορίζονται από το Νόμο 2289/1995 με
την τροποποίηση 4001/2011 και εξειδικεύονται μέσω διαπραγματεύσεων
ανάλογα με τα χαρακτηριστικά των περιοχών (χερσαία ή θαλάσσια, εύκολη ή
δύσκολη γεωλογία). Έτσι μία σημαντική πτυχή των παραπάνω ρυθμίσεων
αφορά το ύψος του μισθώματος και του αντίστοιχου φόρου εισοδήματος από
το οποία σε τελική ανάλυση καθορίζεται το συνολικό μερίδιο εσόδων του
Δημοσίου (Government Take) και το αντίστοιχο μερίδιο εσόδων της
εταιρείας (Company Take). Σε γενικές γραμμές το μερίδιο του κράτους
(Government Take) από την αξιοποίηση των κοιτασμάτων ορίζεται ως το
συνολικό μερίδιο της χώρας από τα κέρδη ή έσοδα των υδρογονανθράκων που
δεν συνδέονται με την ανάκτηση του κόστους της επένδυσης. Ανάλογα λοιπόν
με τα χαρακτηριστικά (θαλάσσιο βάθος, εύκολη ή δύσκολη γεωλογία) της
παραχωρηθείσης θαλάσσιας περιοχής (οικοπέδου) καθορίζονται και όροι
προκήρυξης διαγωνισμού προς υποβολή προσφορών εκ μέρους των εταιρειών
πετρελαίου και φυσικού αερίου. Οι όροι αυτοί είναι εκείνοι που κατά
κύριο λόγο καθορίζουν των επιμερισμό των μελλοντικών εσόδων από τυχόν
παραγωγή υδρογονανθράκων, δηλαδή όταν το κοίτασμα είναι εμπορεύσιμο
βέβαια. Επειδή ο ανταγωνισμός στην προσέλκυση επενδύσεων σε παγκόσμια
κλίμακα είναι πολύ μεγάλος υπάρχει ανάγκη ο επιμερισμός των εσόδων αυτών
να είναι κι αυτός ανταγωνιστικός. Σε παγκόσμια κλίμακα το μέσο συνολικό
μερίδιο εσόδων του Δημοσίου από εκμετάλλευση κοιτασμάτων είναι της
τάξης του 64%. Μάλιστα τα μερίδια (Government Take) των περισσοτέρων
κρατών βρίσκονται μεταξύ 40% και 84%.
Ως γνωστόν οι κυβερνήσεις ανταγωνίζονται στην προσέλκυση ιδιωτικών
επενδύσεων πετρελαϊκών εταιρειών, αλλά η διαφοροποίηση αυτή των όρων
παραχώρησης δεν οφείλεται μόνο στον ανταγωνισμό, αλλά κυρίως στα
ιδιαίτερα χαρακτηριστικά επενδυτικού κινδύνου που παρουσιάζει κάθε χώρα.
Αυτός ο κίνδυνος υπολογίζεται με διάφορες παραμέτρους, μεταξύ των
οποίων είναι κι η γεωλογική δυσκολία, αλλά όχι μόνο αφού υπάρχει και το
θέμα της πολιτικής αστάθειας. Η διαφοροποίηση των όρων παραχώρησης
εξαρτάται από τα γεωλογικά χαρακτηριστικά των χωρών και ιδιαιτέρως
ορισμένων περιοχών, από το κόστος εντοπισμού και ανακάλυψης
κοιτάσματος, το θαλάσσιο βάθος, το μέγεθος του κοιτάσματος και την
αναμενόμενη ποσότητα και ποιότητα των υδρογονανθράκων. Πιο κάτω
βλέπουμε την διαφοροποίηση που διαπιστώνεται σήμερα στα κρατικά μερίδια
που έχουν σχέση με χώρες, όπως η Αίγυπτος, η Νορβηγία, το Ηνωμένο
Βασίλειο και το Ανατολικό Τιμόρ. Να σημειώσουμε ότι η περίπτωση του
Ανατολικού Τιμόρ είναι μία από αυτές που ταιριάζουν περισσότερο με την
περίπτωση της Υπεράκτιας Νότιας Κρήτης.
Επειδή στην Ελλάδα οι μεγάλοi στόχοι αναμένεται να εντοπιστούν σε μεγάλα
θαλάσσια βάθη μεταξύ 1.000 και 3.500 μέτρων θαλάσσιου βάθους, όπου το
κόστος ανάπτυξης και παραγωγής θα είναι υψηλά παραθέτουμε πιο κάτω την
εικόνα που θα μπορούσε να έχει μία τέτοια περίπτωση στον επιμερισμό των
εσόδων ανά βαρέλι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου